„σελώνω“: μεταβατικό ρήμα σελώνω [seˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -μένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) satteln satteln σελώνω σελώνω