„σατιρογράφος“: αρσενικό και θηλυκό σατιρογράφος [satiroˈɣrafos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Satiriker Satirikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f σατιρογράφος σατιρογράφος