σαλμονέλες
[salmoˈneles]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Salmonellenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplσαλμονέλες βιολογία | Biologieβιολσαλμονέλες βιολογία | Biologieβιολ