„σέρνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα σέρνομαι [ˈsernome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) kriechen, sich schleppen, grassieren kriechen, sich schleppen σέρνομαι σέρνομαι grassieren σέρνομαι ασθένεια σέρνομαι ασθένεια