ρώγα
[ˈroɣa]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Beereθηλυκό | Femininum, weiblich fρώγα βοτανική | Botanikβοτρώγα βοτανική | Botanikβοτ
- Brustwarzeθηλυκό | Femininum, weiblich fρώγα ανατομία | Anatomieανατρώγα ανατομία | Anatomieανατ