„ροκανίζω“: μεταβατικό ρήμα ροκανίζω [rokaˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) abnagen, abhobeln abnagen ροκανίζω ροκανίζω abhobeln ροκανίζω με ροκάνι ροκανίζω με ροκάνι