„ριγώ“: αμετάβατο ρήμα ριγώ [riˈɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erschauern, schaudern (er)schaudern (από vor+δοτική | +Dativ +dat) ριγώ ανατριχιάζω από φόβο, αηδία ριγώ ανατριχιάζω από φόβο, αηδία erschauern (από vor+δοτική | +Dativ +dat) ριγώ από ευτυχία, χαρά ριγώ από ευτυχία, χαρά