ρευστοποιώ
[refstopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verflüssigenρευστοποιώ μετατρέπω σε υγρόρευστοποιώ μετατρέπω σε υγρό
- flüssigmachen, liquidisierenρευστοποιώ χρήματαρευστοποιώ χρήματα