ρευματικά
[revmatiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Rheumaουδέτερο | Neutrum, sächlich nρευματικάRheumatismusαρσενικό | Maskulinum, männlich mρευματικάρευματικά