„πόμολο“: ουδέτερο πόμολο [ˈpomolo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Klinke (Tür-)Klinkeθηλυκό | Femininum, weiblich f πόμολο πόμολο Beispiele πόμολο παραθύρου Fenstergriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m πόμολο παραθύρου πόμολο πόρτας Türgriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m Türklinkeθηλυκό | Femininum, weiblich f πόμολο πόρτας