„πυροτεχνήματα“: πληθυντικός ουδετέρου πυροτεχνήματα [pirotexˈnimata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Feuerwerk Feuerwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n πυροτεχνήματα πυροτεχνήματα