„πυρομαχικά“: πληθυντικός ουδετέρου πυρομαχικά [piromaçiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Munition Munitionθηλυκό | Femininum, weiblich f πυρομαχικά πυρομαχικά