πυκνώνω
[piˈknono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verdichtenπυκνώνω κάνω πυκνόπυκνώνω κάνω πυκνό
πυκνώνω
[piˈknono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- dicht werdenπυκνώνω γίνομαι πυκνόςπυκνώνω γίνομαι πυκνός
- sich verdichtenπυκνώνω ομίχλη, σύννεφαπυκνώνω ομίχλη, σύννεφα
- häufiger werden, sich häufenπυκνώνω γίνομαι συχνότερος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπυκνώνω γίνομαι συχνότερος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ