„πυελίδα“: θηλυκό πυελίδα [pieˈliða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Nierenbecken Nierenbeckenουδέτερο | Neutrum, sächlich n πυελίδα πυελίδα Beispiele πυελικό κάταγμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ιατρική | Medizinιατρ Beckenbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m πυελικό κάταγμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ιατρική | Medizinιατρ