πρόωρος
[ˈprooros], πρόωρη, πρόωροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vorzeitigπρόωροςπρόωρος
Beispiele
- πρόωρα ανεπτυγμένος
- πρόωρα συνταξιοδοτούμενηθηλυκό | Femininum, weiblich fFrührentnerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πρόωρα συνταξιοδοτούμενοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mFrührentnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen