πρόσθεση
[ˈprosθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Hinzufügungθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόσθεση συμπλήρωσηπρόσθεση συμπλήρωση
- Zufügungθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόσθεση σε φαγητόπρόσθεση σε φαγητό
- Additionθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόσθεση μαθηματικά | Mathematikμαθπρόσθεση μαθηματικά | Mathematikμαθ