πρωτοπορία
[protopoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Avantgardeθηλυκό | Femininum, weiblich fπρωτοπορία καλλιτεχνικού κινήματοςπρωτοπορία καλλιτεχνικού κινήματος
- Vorhutθηλυκό | Femininum, weiblich fπρωτοπορία στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατπρωτοπορία στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ