πρωταθλήτρια
[protaˈθlitria]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Meisterinθηλυκό | Femininum, weiblich fπρωταθλήτρια αθλητισμός | Sportαθλπρωταθλήτρια αθλητισμός | Sportαθλ
Beispiele
- πρωταθλήτρια ΕυρώπηςEuropameisterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πρωταθλήτρια σκάκιSchachmeisterinθηλυκό | Femininum, weiblich f