προφύλαξη
[proˈfilaksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Vorbeugungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροφύλαξηπροφύλαξη
- Vorsichtsmaßnahmenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplπροφύλαξη πληθυντικός | Pluralplπροφύλαξη πληθυντικός | Pluralpl