„προσωπογραφία“: θηλυκό προσωπογραφία [prosopoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Bildnis, Porträt Bildnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n προσωπογραφία Porträtουδέτερο | Neutrum, sächlich n προσωπογραφία προσωπογραφία