προστατευτικός
[prostateftiˈkos], προστατευτική, προστατευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Schutz-, schützendπροστατευτικόςπροστατευτικός
Beispiele
- προστατευτική ζώνηθηλυκό | Femininum, weiblich f νεφρώνNierenschützerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- προστατευτικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n γονάτουKnieschützerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- προστατευτικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n θώρακαBrustpanzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen