„προστατευμένος“ προστατευμένος [prostatevˈmenos], προστατευμένη, προστατευμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) geschützt geschützt προστατευμένος προστατευμένος Beispiele προστατευμένος από ιούς virensicher προστατευμένος από ιούς προστατευμένος με κωδικό πρόσβασης passwortgeschützt προστατευμένος με κωδικό πρόσβασης