προσπάθεια
[prosˈpaθia]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Bemühungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσπάθεια κόποςπροσπάθεια κόπος
- Versuchαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροσπάθεια δοκιμήπροσπάθεια δοκιμή
Beispiele
- προσπάθεια βάδισηςGehversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- προσπάθεια δημιουργίας ρεκόρRekordversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m