προσκύνημα
[prosˈkjinima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Pilgerfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσκύνημα θρησκεία | ReligionθρησκWallfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσκύνημα θρησκεία | Religionθρησκπροσκύνημα θρησκεία | Religionθρησκ
- Anbetungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσκύνημα λατρείαπροσκύνημα λατρεία