προσκυνητής
[proskjiniˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, προσκυνήτρια [proskjiˈnitria]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Pilgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσκυνητής θρησκεία | Religionθρησκπροσκυνητής θρησκεία | Religionθρησκ