„προσεγγίζω“: μεταβατικό ρήμα προσεγγίζω [proseŋˈgjizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) anfliegen anfliegen προσεγγίζω αεροπορία | Luftfahrtαεροπ προσεγγίζω αεροπορία | Luftfahrtαεροπ