προσδιοριστικός
[prozðioristiˈkos], προσδιοριστική, προσδιοριστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bestimmendπροσδιοριστικόςπροσδιοριστικός
Vielen Dank für Ihr Feedback!