προσαρτώ
[prosarˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- angliedernπροσαρτώπροσαρτώ
- annektieren (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)προσαρτώ πολιτική | Politikπολιτπροσαρτώ πολιτική | Politikπολιτ