προσανατολίζομαι
[prosanatoˈlizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <-σα; -στηκα; -σμένος>μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich orientierenπροσανατολίζομαιπροσανατολίζομαι