προπέλα
[proˈpela]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Propellerαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροπέλα αεροπορία | Luftfahrtαεροππροπέλα αεροπορία | Luftfahrtαεροπ
- Schiffsschraubeθηλυκό | Femininum, weiblich fπροπέλα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτπροπέλα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ