„προοιμιακός“ προοιμιακός [proimiaˈkos], προοιμιακή, προοιμιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) einleitend einleitend προοιμιακός προοιμιακός