προκρίνομαι
[proˈkrinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <-θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich qualifizierenπροκρίνομαι αθλητισμός | Sportαθλπροκρίνομαι αθλητισμός | Sportαθλ