προκηρύσσω
[prokjiˈriso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ausrufenπροκηρύσσωπροκηρύσσω
- προκηρύσσω γνωστοποιώ επίσημα
- ausschreibenπροκηρύσσω θέση, διαγωνισμόπροκηρύσσω θέση, διαγωνισμό