προγραμματισμένος
[proɣramatizˈmenos], προγραμματισμένη, προγραμματισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- προγραμματισμένη εγκυμοσύνηθηλυκό | Femininum, weiblich fWunschkindουδέτερο | Neutrum, sächlich n