προγραμματίστρια
[proɣramaˈtistria]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Programmiererinθηλυκό | Femininum, weiblich fπρογραμματίστρια ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υπρογραμματίστρια ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
Beispiele
- προγραμματίστρια λογισμικούSoftwareentwicklerinθηλυκό | Femininum, weiblich f