προγραμματίσιμος
[proɣramaˈtisimos], προγραμματίσιμη, προγραμματίσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- programmierbarπρογραμματίσιμοςπρογραμματίσιμος
Vielen Dank für Ihr Feedback!