„προγονολατρεία“: θηλυκό προγονολατρεία [proɣonolaˈtria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Ahnenkult Ahnenkultαρσενικό | Maskulinum, männlich m προγονολατρεία προγονολατρεία