„πρασινοκίτρινος“ πρασινοκίτρινος [prasinoˈkjitrinos], πρασινοκίτρινη, πρασινοκίτρινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) gelbgrün gelbgrün πρασινοκίτρινος πρασινοκίτρινος