πρήζομαι
[ˈprizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- schwellen, anschwellenπρήζομαι ιατρική | Medizinιατρ διογκώνομαιπρήζομαι ιατρική | Medizinιατρ διογκώνομαι