„ποτέ“: επίρρημα ποτέ [poˈte]επίρρημα | Adverb adv Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) jemals, je, nie jemals, je ποτέ χωρίς άρνηση ποτέ χωρίς άρνηση nie(mals) ποτέ με άρνηση ποτέ με άρνηση Beispiele πήγες ποτέ (σου) εκεί; warst du jemals dort? πήγες ποτέ (σου) εκεί; δεν τρώω ποτέ (μου) παγωτό ich esse niemals Eis δεν τρώω ποτέ (μου) παγωτό ποτέ πια nie mehr, nie wieder. ποτέ πια ποτέ άλλοτε nie zuvor ποτέ άλλοτε Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen