ποσοστό
[pososˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Quoteθηλυκό | Femininum, weiblich fποσοστό μέροςποσοστό μέρος
- Anteilαρσενικό | Maskulinum, männlich mποσοστόποσοστό
- Prozentsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mποσοστό επί τοις εκατόποσοστό επί τοις εκατό
Beispiele
- ποσοστό ανεργίαςArbeitslosenquoteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ποσοστό ατυχημάτωνUnfallrateθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ποσοστό αύξησηςSteigerungsrateθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen