„Πολωνικά“: πληθυντικός ουδετέρου Πολωνικά [poloniˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Polnisch Polnischουδέτερο | Neutrum, sächlich n Πολωνικά Πολωνικά