„πολυαγαπημένος“ πολυαγαπημένος [poliaɣapiˈmenos], πολυαγαπημένη, πολυαγαπημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) heiß geliebt heiß geliebt πολυαγαπημένος πολυαγαπημένος