πολλαπλασιάζω
[polaplasiˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vervielfältigenπολλαπλασιάζωπολλαπλασιάζω
- multiplizierenπολλαπλασιάζω μαθηματικά | Mathematikμαθπολλαπλασιάζω μαθηματικά | Mathematikμαθ