πολιτισμικός
[politizmiˈkos], πολιτισμική, πολιτισμικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- πολιτισμική επανάστασηθηλυκό | Femininum, weiblich fKulturrevolutionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πολιτισμικό σοκουδέτερο | Neutrum, sächlich nKulturschockαρσενικό | Maskulinum, männlich m