„ποδοσέρνομαι“: αποθετικό ρήμα ποδοσέρνομαι [poðoˈsernome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) schlurfen schlurfen ποδοσέρνομαι ποδοσέρνομαι