„πληρεξουσιότητα“: θηλυκό πληρεξουσιότητα [plireksusiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Vollmacht Vollmachtθηλυκό | Femininum, weiblich f πληρεξουσιότητα νομικός όρος | Rechtswesenνομ πληρεξουσιότητα νομικός όρος | Rechtswesenνομ