„πληθωριστικός“ πληθωριστικός [pliθoristiˈkos], πληθωριστική, πληθωριστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) inflationistisch inflationistisch πληθωριστικός πληθωριστικός