πλαστικός
[plastiˈkos], πλαστική, πλαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- plastischπλαστικός της πλαστικής, κ. εμφάνισηπλαστικός της πλαστικής, κ. εμφάνιση
- Plastik-πλαστικός από πλαστικόπλαστικός από πλαστικό
Beispiele
- Plastikbombeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Plastikfolieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Einschweißfolieθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen