πλάθω
[ˈplaθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- knetenπλάθω μάζα με τα χέριαπλάθω μάζα με τα χέρια
- formenπλάθω διαμορφώνωπλάθω διαμορφώνω
- schaffen, erschaffenπλάθω δημιουργώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπλάθω δημιουργώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ